- μόριμον
- μόριμοςmasc/fem acc sgμόριμοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Όθων φον Φράιζινγκ — (Otto von Freising, περ. 1114 – Μοριμόν, Άνω Μάρνης 1158). Μεσαιωνικός χρονογράφος. Γιος του μαργράβου της Αυστρίας Λεοπόλδου Γ’ και της Αγνής, κόρης του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’, αβάς του μοναστηριού του Μοριμόν, έγινε το 1138 επίσκοπος του… … Dictionary of Greek